αβάν-γκαρντ

αβάν-γκαρντ
(avant-garde).Διεθνής όρος που σημαίνει πρωτοπορία. Στον 19o αι. υποδήλωνε κυρίως την πολιτική πρωτοπορία, ενώ στον 20ό αι. κυρίως τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική.
* * *
η
1. όρος που αναφέρεται σ' εκείνους που επινοούν ή εφαρμόζουν νέες, πρωτότυπες ή πειραματικές ιδέες και τεχνικές σε κάθε πεδίο, ιδιαίτερα στις καλές τέχνες
έτσι η αβάνγκαρντ δηλώνει την πρωτοπορία και τους πρωτοπόρους, αυτούς που με την τόλμη τους προηγούνται τής εποχής τους, τους προάγγελους τού μέλλοντος
2. ομάδα (συγγραφέων, καλλιτεχνών κ.ά.) που αμφισβητεί την ιδεολογική ή καλλιτεχνική ορθοδοξία και βρίσκεται σε ρήξη με την παράδοση
καμιά φορά ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια τέτοια ομάδα, που τή χαρακτηρίζει ο εξτρεμισμός, η εκκεντρικότητα, ο καλλιτεχνικός μιμητισμός ή η εκζήτηση
3. οι υπέρμαχοι ή οι οπαδοί τής αβάν-γκαρντ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • αβανγκαρντισμός — Όρος που προέρχεται από τη γαλλική λέξη avant garde και σημαίνει πρωτοπορία, εμπροσθοφυλακή. Με τον όρο αυτόν χαρακτηρίζονται τα καλλιτεχνικά και πνευματικά ρεύματα των αρχών του 20ού αι., που κύριο γνώρισμά τους ήταν η αμφισβήτηση των… …   Dictionary of Greek

  • αβανγκαρντιστής — ο αυτός που συμμετέχει στην αβάν γκαρντ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. avant gardiste] …   Dictionary of Greek

  • ενδυματολογία — Όρος που αναφέρεται στην επιλογή ή και στη δημιουργία των θεατρικών κοστουμιών των προσώπων που δρουν επί σκηνής. Πολύ συχνά το ίδιο πρόσωπο αναλαμβάνει τόσο τη σκηνογραφική όσο και την ενδυματολογική επιμέλεια της παράστασης. Ειδικά ενδύματα,… …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοποριακός — ή, ό, Ν [πρωτοπορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοπορία ή στον πρωτοπόρο, προοδευτικός, νεωτεριστικός 2. φρ. «πρωτοποριακή τέχνη» (καλ. τεχν.) η επινόηση και εφαρμογή νέων, πρωτότυπων ή πειραματικών ιδεών και τεχνικών, αλλ. αβάν… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Κάλντερ, Αλεξάντερ Σάντι — (Alexander Sandy Calder, Φιλαδέλφεια 1898 – Νέα Υόρκη 1976). Αμερικανός γλύπτης. Έλαβε το πτυχίο του μηχανικού το 1919 από το πανεπιστήμιο του Νιου Τζέρσεϊ και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στην Ένωση Σπουδαστών Τέχνης, την περίοδο 1923 26 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”